- μικρόχαρος
- -η, -ο και μικροχαρής, -ές (Α μικροχαρής, -ές)1. αυτός που χαίρεται και ευχαριστείται με μικρά και ασήμαντα πράγματα, που ικανοποιείται εύκολα με μικροπράγματα2. μικροπρεπής, κατώτερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -χαρος (<χαρά), πρβλ. μεγαλό-χαρος, περί-χαρος].
Dictionary of Greek. 2013.